- αγαλματοποιητικός
- -ή, -ό (Α ἀγαλματοποιητικός, -ή, -όν) [ἀγαλματοποιῶ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγαλματοποιητικήη τέχνη τού αγαλματοποιού, η αγαλματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.